ανθόγαλα ή ανθόγαλο

ανθόγαλα ή ανθόγαλο
Λιπαρή και αφρώδης ουσία που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος (αλλιώς, η κρέμα ή το καϊμάκι του γάλακτος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανθόγαλα — ανθόγαλα, το και ανθόγαλο, το η κρέμα, το καϊμάκι του γάλατος: Τους έδωσαν να γευτούν ανθόγαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθόγαλα — και ανθόγαλο, το 1. ουσία λιπαρή και αφρώδης που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος προτού βράσει, αφρόγαλα, καϊμάκι 2. λιπαρή κρούστα, πέτσα στην επιφάνεια του γάλακτος μετά τον βρασμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”